- εξαποστέλλω
- και ξαποστέλνω (AM ἐξαποστέλλω και ξαποστέλνω)στέλνω έξω, μακριά («ἐξαπέστειλαν πρεσβευτὰς πρὸς Ἀντίοχον», Πολ.)νεοελλ.ειρων. ξεπροβοδώνω κάποιο, τόν αποπέμπω βιαίως, τόν διώχνω, τόν ξεφορτώνομαιμσν.στέλνω πίσωαρχ.1. αφήνω έναν αιχμάλωτο ελεύθερο, απολύω, δίνω ελευθερία, αφήνω να φύγει («ἐξαπέστειλε τὸν Ἀμφίδαμον χωρίς λύτρων», Πολ.)2. διώχνω, χωρίζω τη γυναίκα μου3. οδηγώ στο δικαστήριο4. ρίχνω βλήμα.
Dictionary of Greek. 2013.